- σοφιβόλος
- σοφῐβόλος, ον,A stupid, τὴν κεφαλὴν σοφιβόλον (-βωλον Pap.)
ἔχω POxy.1873
(v A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔχω POxy.1873
(v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σοφιβόλος — ίβολον, ΜΑ μωρός, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφία + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρι βόλος] … Dictionary of Greek